ὑποπιμπλάμενος

ὑποπιμπλάμενος
ὑποπίμπλημι
fill
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποπίμπλημι — Α 1. γεμίζω κάτι σε μικρό βαθμό 2. μτφ. (σχετικά με αισθήματα και διαθέσεις) επιβάλλω σταδιακά ή υποβάλλω («ἐλπίδος ύπέπλησε τὸν στρατόν», Φιλόστρ.) 3. παθ. ὑποπίμπλαμαι α) (αμτβ.) γεμίζω («ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων», Λουκιαν.) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”